- καλόμοιρος
- -η, -ο (Μ καλόμοιρος, -ον)καλότυχος, ευτυχισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος, μονό-μοιρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλομοιρεύω — (Μ) είμαι καλότυχος, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλομοίρης ή καλόμοιρος] … Dictionary of Greek
καλομοιριά — η (Μ καλομοιριά) [καλόμοιρος] ευτυχία, καλή τύχη … Dictionary of Greek
καλομοιριάζω — (Μ) ευτυχώ, είμαι καλότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλομοίρης (ή καλόμοιρος) + ιάζω] … Dictionary of Greek
καλορίζικος — η και ια, ο (Μ καλορρίζικος, η, ο) (συν. σε ευχετική πρότ.) 1. αυτός που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος 2. αυτός που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός, καλόμοιρος, καλότυχος 3. (το ουδ. πληθ. χωρίς άρθρο ως ευχετικό επιφών.) καλορίζικα με καλή … Dictionary of Greek
καλότυχος — η, ο (Μ καλότυχος, η, ον) αυτός που έχει καλή τύχη, που έχει ευνοηθεί από τη μοίρα, ευτυχισμένος, μακάριος, καλόμοιρος («καλότυχά είναι τα βουνά», δημ. τραγ.). επίρρ... καλότυχα (Μ καλότυχα) ευτυχισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τυχος (< τύχη) … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
ευδαίμονας — ο ευτυχισμένος, καλότυχος, καλόμοιρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευτυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ο καλότυχος, ο καλόμοιρος, ο ευτυχισμένος: Ευτυχής ο πατέρας των καλώνπαιδιών. 2. πάρα πολύ ευχαριστημένος: Είμαιευτυχής που συμφωνείς μαζί μου. 3. ευδαίμονας, μακάριος, καλότυχος: Έζησε ευτυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομοίρης, -α, -ικο — και καλόμοιρος, η, ο καλότυχος, ευτυχής: Δε θέλω να είμαι κακομοίρης, αλλά καλομοίρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)